συχωρώ
Look at other dictionaries:
συχωρώ — και συχωράω και συχωρνώ Ν βλ. συγχωρώ … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek
ανέχομαι — ανέχτηκα 1. υπομένω, υποφέρω: Απορώ πώς ανέχεσαι τη συμπεριφορά του. 2. συχωρώ, παραβλέπω: Η σημερινή κοινωνία ανέχεται την υποκρισία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)